συνδιαφθείρει

συνδιαφθείρει
συνδιαφθείρομαι
aor subj act 3rd sg (epic)
συνδιαφθείρομαι
pres ind mp 2nd sg
συνδιαφθείρομαι
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνδιαφθείρω — ΜΑ καταστρέφω κάποιον ή κάτι ταυτόχρονα με κάποιον ή με κάτι άλλο («πόνου παρασχόντα συνδιαφθείρει τὸ προϋπάρχον», Αριστοτ.) αρχ. 1. βλάπτω ηθικά, διαφθείρω κάποιον από κοινού ή ταυτόχρονα με άλλον 2. παθ. συνδιαφθείρομαι συνουσιάζομαι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”